Στάτιος

Στάτιος
Στάτιος, ου, ὁ Statius, a Roman name, Στάτιος Κοδρᾶτος, Statius Quadratus, proconsul of Asia at the time of Polycarp’s martyrdom MPol 21. The time when he held office is variously estimated; s. on Πολύκαρπος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Στάτιος Καικίλιος — Ρωμαίος κωμωδιογράφος. Βλ. λ. Καικίλιος Στάτιος …   Dictionary of Greek

  • Στάτιος, Πόπλιος Παπίνιος — Ρωμαίος ποιητής (40 96 μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Νεάπολη, γιος ενός γραμματικού ή καθηγητή της φιλολογίας. Νεαρός κέρδισε το βραβείο ποίησης στους αγώνες της Νεάπολης που γίνονταν προς τιμήν του Αύγουστου. Έπειτα πήγε στη Ρώμη, όπου απήγγειλε μπροστά… …   Dictionary of Greek

  • Ахилл Татий — (II в. н. э.)  греческий писатель, известный в первую очередь как автор романа «Левкиппа и Клитофонт». Единственный источник сведений об Ахилле Татии  статья в словаре Суды (X в.): Ахиллей Статий (Ἀχιλλεὺς Στάτιος) из… …   Википедия

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • πολύκαρπος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σμύρνης. Ήταν μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Επίσκοπος Σμύρνης έγινε στο δεύτερο μισό της βασιλείας του Τραϊανού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, όταν ήταν ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλλέας — I Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, που έμεινε αθάνατος χάρη στην ομηρική ποίηση. Γιος του βασιλιά της θεσσαλικής Φθίας Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, λατρευόταν σε πολλούς τόπους της αρχαίας Ελλάδας. Τη λατρεία αυτή μερικοί την αποδίδουν… …   Dictionary of Greek

  • επιθαλάμια — Αρχαία γαμήλια τραγούδια, που ψάλλονταν είτε το βράδυ μπροστά στον νυφικό θάλαμο είτε μπροστά στην κατοικία των νεονύμφων το πρωί της επομένης του γάμου τους (οπότε και ονομάζονταν όρθιαεγερτικά) είτε, τέλος, όταν συνόδευαν τη νύφη στο σπίτι του… …   Dictionary of Greek

  • Καικίλιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Σέξτος Αφρικανός (2ος αι. μ.Χ). Νομικός, μαθητής του Ιουλιανού. Έγραψε τα έργα Ζητήματα (9 τόμοι), Επιστολές (20 βιβλία) και τη μονογραφία Περί μοιχών. 2. Στάτιος (Μεδιόλανο 219; – 166; π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • λυρική ποίηση — Ποίηση που εκφράζει κατά άμεσο τρόπο τα υποκειμενικά συναισθήματα, με χαρακτηριστικά μορφής και περιεχομένου που τη διαφοροποιούν από τα άλλα κύρια ποιητικά είδη (έπος και δράμα). Η διάκριση αυτή συνεχίζεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”